παπαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπαί — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παππαπαππαπαῖ — παπαῖ indeclform (exclam) παππαπαππαπαῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
παπαιάξ — Α επιφών. βλ. παπαί … Dictionary of Greek
πόποι — Α 1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου 2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια … Dictionary of Greek
baba-, (*bal-bal-) — baba , (*bal bal ) English meaning: barbaric speech Deutsche Übersetzung: Schallwort, Lallwort for unartikuliertes undeutliches Reden Note: also bal bal , bar bar with multiple dissimilations, onomatopoeic words Material:… … Proto-Indo-European etymological dictionary